- ὁλοσχέρεια
- ὁλοσχέρειαgeneral surveyfem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ολοσχέρεια — ὁλοσχέρεια, ἡ (Α) [ολοσχερής] 1. γενική εποπτεία, επισκόπηση ή γενικός, κεφαλαιώδης υπολογισμός 2. στερεότητα 3. φρ. «καθ ὁλοσχέρειαν» α) σε γενικές γραμμές β) στο σύνολο, συνολικώς, όχι κατά μέρη … Dictionary of Greek
ὁλοσχέρειαν — ὁλοσχέρεια general survey fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)